- νατοϊκός
- -ή, -ό [ΝΑΤΟ]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο NΑTO («νατοϊκές βάσεις»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νατοϊκός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αμυντικό σύμφωνο ΝΑΤΟ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)